Η αλήθεια είναι ένας ωκεανός που τον ταξιδεύεις με την απορία και όχι με την αμφιβολία

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Η ελληνική κρίση: Σκιαμαχία, ελπίδα, αυτογνωσία.




Σκέψεις για τον ελληνισμό 1

Τη στιγμή που η Εκάβη, γονατίζει εμπρός στα περίχωρα της κατεστραμμένης Τροίας, ο Ευριπίδης, ανυψώνει αυτή, την ξένη, στο βάθρο της αιώνιας Λύπης αλλά ανυψώνεται και ο ίδιος αναγνωρίζοντας την ηθική ποιότητα του Άλλου. Αυτή την ώρα, που η χώρα σέρνεται στο παζάρι όπως η Εκάβη, διάλεξα για να μιλήσω κατά του μίσους που αφοπλίζει τη φρόνηση και υπέρ της ικανότητας για διάκρισης που την επιβεβαιώνει. Είναι η κατάλληλη στιγμή, διότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, να φύγει το βλέμμα του λαού μας από το μέλλον του και να στραφεί αλλού.

Θα γράψω, σε λίγες σελίδες, ενάντια στο θρασύδειλο μίσος, ενάντια στον κατασκευασμένο φόβο αλλά ιδίως υπέρ της φρόνησης ,της διάκρισης και της γενναιότητας που αποτελούν την κληρονομιά και το παρόν μας.

Ο ελληνισμός δεν έχει να φοβηθεί κανένα πολιτιστικό ή άλλο εχθρό ή «εχθρό», εφόσον έχει συνείδηση αυτού που πραγματικά αποτελεί : το ενιαίο φάσμα των εκφάνσεων του επί χιλιάδες χρόνια: Η Ελλάδα, είναι οι προ-Έλληνες Πελασγοί, των οποίων η γλώσσα επιζεί στις ίσως ωραιότερες από τις λέξεις της ελληνικής, οι Έλληνες Αχαιοί, οι Έλληνες της κλασσικής περιόδου, η ανοιχτή στον κόσμον ελληνιστική άνθηση, ο ελληνισμός της ρωμαϊκής περιόδου, ο οικουμενικός χριστιανισμός της πρώτης περιόδου, του οποίου ο Ευριπιδικός ορισμός για την αγάπη αποτελεί τμήμα μάλλον του κλασσικού ελληνισμού παρά της Μ. Ανατολής. Είναι επίσης η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, ο ελληνισμός της Λατινικής, Οθωμανικής και Ενετικής κατοχής, είναι ο εκλεκτικός Διαφωτισμός του Κάβου, είναι ο δημοτικός ελληνισμός του Σεφέρη, ο απόδημος ελληνισμός του Καστοριάδη, και ο διαχρονικά συγκριστικός ελληνισμός του Ελύτη. Υφασμένη πάνω σε αυτά, όπως έχει δείξει η επιστήμη, είναι η λαϊκή μας παράδοση: στο παρόν, ο τρόπος που μιλούμε την καθημερινή γλώσσα και οι αναρίθμητες σημασίες της καθημερινότητας.

Στον πυρήνα αυτού του ελληνισμού, υπάρχει αυτό που ο Καστοριάδης όρισε ως το πρόταγμα για την αυτό-νομία, το οποίο αναδεικνύεται στη διαρκή πάλη του λαού μας για ανεξαρτησία. Το πρόταγμα εντείνεται σε εποχές όπως η τωρινή, όταν η περιουσία έγινε το κεντρικό στοιχείο της καθημερινότητας, κάτι ξένο στην ουσία της δικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς, σε αντίθεση με άλλους λαούς στην Ανατολή και στη Δύση. Δεν είναι τυχαίο πως στον ίδιο χώρο, οι ίδιοι σχεδόν ουσιαστικά άνθρωποι, δημιούργησαν τον πολεμιστή των Θεσπιών, ντυμένο τα χρώματα του έρωτα και του θανάτου, τον Διγενή Ακρίτα, ντυμένο επίσης τα χρώματα του έρωτα και του θανάτου και τις γυναίκες του Μεσολογγίου, που πέθαναν δίπλα στους άντρες τους και τα παιδιά τους. Στη βαθιά δομή της κοινωνίας μας, σκαλισμένη πάνω στο τοπίο, στο κλίμα, στη γλώσσα, υπάρχει η δική μας πολιτιστική αφετηρία, για το δικό μας τόπο και το δικό μας τρόπο του συνέχειν το κράτος, τόσο ταιριαστή με τα γεγονότα που δεν χρειάζεται να μιμηθεί κανένα ασύμβατο πρότυπο.

Στην καρδιά αυτού του ελληνισμού, δεν υπάρχει ούτε ο φόβος, ούτε η συγγενής του υπεροψία, ούτε ο ανορθολογισμός. Υπάρχει η λογική, η απόδειξη, η πρόνοια, η μετριοπάθεια. Υπάρχει η αυτογνωσία, η μετα-νοια, Λήθη και η συγχώρεση. Υπάρχει, πάνω από όλα, το θάρρος της ανάληψης της ευθύνης των πράξεων, και ιδίως της αυτογνωσίας και του ορθού λόγου.

Όταν αυτός ο ελληνισμός κρίνει τον «Άλλο» τον πλησιάζει ατομικά ως φίλος, κριτικά ως θεράπων και συλλογικά με τη γνώση ότι απευθύνεται σε μια άλλη κοινωνία. Τον πλησιάζει με πνεύμα ειρήνης όχι διότι αγνοεί την ιστορία ή τις πολιτιστικές αντιπαραθέσεις, αλλά διότι γνωρίζει πως οι άνθρωποι, άρα και οι λαοί, δεν έχουν μια προκαθορισμένη, αιώνια μοίρα. Στην ολοκληρωμένη του μορφή, απευθύνεται με αυτοπεποίθηση, άρα ήρεμα και με φιλία, προς ξένα έλλογα όντα, όχι προς αξιομίσητους βαρβάρους. Απευθύνεται γνωρίζοντας πως η αληθινή δουλεία είναι εκούσια και όχι ακούσια, και επομένως δεν την ορίζει η καταγωγή αλλά η στάση του ανθρώπου, την οποία πάντοτε, ως ελεύθερο ον, μπορεί να την επιλέξει.

Για το λόγο αυτό, ένας αληθινά έντιμος ελληνισμός, δεν θα στηριχθεί στο στερεότυπο, -αντανακλαστικό- φόβο «των Εβραίων τοκογλύφων που προξένησαν την κρίση», ούτε των «φανατισμένων από την κούνια μουσουλμάνων που εποικίζουν την Ελλάδα». Θα σταθεί με αγάπη αλληλέγγυος προς το έθνος των μουσουλμάνων όλου του κόσμου (και ιδίως του Ιράκ και της Παλαιστίνης) και αποτείνοντας λόγο φιλίας και σεβασμού προς τον εβραϊκό λαό. Κοιτώντας αυτούς τους δυο γειτονικούς μεσογειακούς πολιτισμούς, θα σταθεί με κριτικό πνεύμα απέναντι στις ανεπίλυτες ακόμα –και για καιρό- συγκρουσιακές τάσεις μεταξύ των λαών και των θρησκειών, θα περάσει από το χάρακα της ιστορίας τις συλλογικές νοοτροπίες, τα συνολικά επιτεύγματα, τον θρησκευτικό φανατισμό, τις απόπειρες αποκατάστασης του κόσμου, την απληστία και την φιλανθρωπία, την ελπίδα και το μίσος: και θα δοκιμάσει να καταλάβει τους άλλους μόνο αφού κρίνει τον εαυτό του. Αυτή ακριβώς η χαρακιά της ιστορίας, η γαλήνια κριτική ανάλυση, διακρίνει το μίσος από την πρόληψη και την λογική από το φανατισμό.

Αυτός ο ελληνισμός, θα σταθεί δίπλα στο δίκαιο των καταπιεζομένων, που σήμερα είναι ολόκληρες στοχοποιημένες κοινωνίες, λόγω της θρησκείας και των σκοπιμοτήτων των ισχυρών.

Σε αυτόν τον άλλο, ως ξένο ή ως πολίτη, είμαστε ανοιχτοί, όσο πιο πολύ το επιτρέπουν η συμβατότητα, η εύθραυστη δημογραφική ισορροπία της χώρας, η σκληρή και απογοητευτική πείρα σχετικά με την συμβίωση μεγάλων μειονοτήτων, η ιστορική πείρα: όλα όσα οφείλονται στην τωρινή, προσωρινή, βάναυση κατάσταση του ανθρώπου. Ως αγαπητό ξένο όταν η μοίρα τον φέρει εδώ, πάνω στο δρόμο του, (όπως με τους περισσότερους μουσουλμάνους), ως μόνιμο ξένο με όλα τα δικαιώματα, πολύ παραπάνω από όσα τώρα δίνουμε εάν μπορεί και θέλει να ζήσει εδώ (όπως π.χ. για όσους όντως δικαιούνται Άσυλο στην Ελλάδα, όσα παιδιά μεταναστών ή δυτικοευρωπαίων πολιτών γεννιούνται και ζουν εδώ αλλά δεν επιδιώκουν την ελληνική ιθαγένεια, ή όσους νόμιμους μετανάστες δεν έχουν ήδη φύγει), ή ως πολίτη εάν αποφασίσει ατομικά –και όχι συλλήβδην ή από την πίεση της βιοτικής ανάγκης- να γίνει Έλληνας (όπως για όσα παιδιά των μεταναστών θα επιδιώξουν συνειδητά ως ενήλικες την ελληνική ιθαγένεια). Η στιγμή είναι ευνοϊκή, για μια τέτοια ανθρώπινη, μετρημένη και διαυγή πολιτική. Λύσεις υπάρχουν, ψευτοδιλήμματα «ακροαριστερής» ή «ακροδεξιάς» κοπής όχι.

Στη δική μας ιστορία, στη δική μας μνήμη, υπάρχει το διαρκές και πιεστικό αίτημα, να μιλάμε για τα πάντα, άρα και για τον Άλλο, όμως με στοιχεία και με αυτοκριτική. Διότι είναι τόσο εύκολο να παρεξηγηθεί μια χειρονομία ή ένας λόγος, που από την τραγωδία δεν μας χωρίζει τίποτε. Μόνον η συνείδησή μας.

Πέρα από εμάς, σε άλλους τόπους, η δικτύωση και η αλληλεγγύη, η ίδια η ύπαρξη του Άλλου στην καλή ή την κακή τους μορφή, γεννούν επιτυχία, εξουσία, πολιτισμό, έμπνευση αλλά και μίσος: Σε όλη την Ασία υπάρχουν ομάδες και οικογένειες ισχυρών τραπεζιτών κινεζικής καταγωγής (οι οποίοι συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους) : μισούνται συνωμοσιολογικά από πολλούς ντόπιους με τον ίδιο τρόπο που μισούνται από πολλούς συλλήβδην οι Εβραίοι στην Ελλάδα. Στην Ιαπωνία υπήρξαν για χρόνια δίκτυα απόλυτα αφοσιωμένων χριστιανών, οι οποίοι θεωρούνται συνωμότες από τις ιαπωνικές αρχές, όπως σήμερα θεωρούνται συλλήβδην οι μουσουλμάνοι από μέρος της κοινωνίας μας. Αυτά, η επιτυχία, η ενδοστρέφεια αλλά και το μίσος, είναι παροδικά φαινόμενα (που οφείλουμε να τα επιβλέπουμε σε κάθε εποχή που εμφανίζονται ) έστω με μεγάλη διάρκεια: Δεν είναι όμως, η ανθρώπινη μοίρα. Ο ζωντανός πολιτισμός κάθε κοινότητας όμως, είναι η μόνη της ελπίδα: και για τους μουσουλμάνους και για τους Εβραίους και –φυσικά- για εμάς.

Εάν υπάρχουν αραβικά κεφάλαια που ίσως χρηματοδοτήσουν τα δίκτυα ισλαμικών τεμενών, υπάρχει και η διαύγεια, να τεθεί όριο στην παροχή τους και να τεθεί ως όρος ότι θα χρησιμοποιηθούν κυρίως για τον ασφαλή επαναπατρισμό ή την εργασία στις αραβικές χώρες, όσων δεν θα φτάσουν ποτέ στην Ευρώπη, λόγω του πανικού των Ευρωπαίων δυναστών τους και δυναστών μας. Αυτό, μαζί με τον πλήρη αποκλεισμό της Τουρκίας από κάθε οικονομική σχέση με την ΕΕ και ει δυνατόν και από το ΝΑΤΟ μέχρι να μηδενιστούν τα καραβάνια του δουλεμπορίου, πρέπει να είναι όρος για τη συνεργασία της Ευρώπης με τον αραβικό κόσμο και πρέπει να τεθεί υπό την απειλή του βέτο, από την Ελλάδα, όπως έκανε ο Α. Παπανδρέου για τα μεσογειακά προγράμματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου